ακερδής — ές (Α ἀκερδής) αυτός που δεν φέρνει κέρδος «ακερδής επιχείρηση», «ἀξύμφορον καὶ ἀνωφελὲς καὶ ἁλυσιτελὲς καὶ ἀκερδὲς» (Πλάτ. Κρατύλος 417d) αρχ. 1. ο αφιλοκερδής (Πλούτ. Αριστ. 1) 2. ἀκερδῶς επίρρ. χωρίς κέρδος, δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. +… … Dictionary of Greek
ανιδιοτελής — ( ούς), ές αυτός που δεν αποβλέπει στο προσωπικό του συμφέρον, αφιλοχρήματος, αφιλοκερδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ιδιοτελής. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
αφιλοκέρδεια — και κερδία, η το να μην αποβλέπει κανείς μόνο στο δικό του κέρδος, η ανιδιοτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφιλοκερδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Α. Κοραή] … Dictionary of Greek
αφιλοχρήματος — η, ο (AM ἀφιλοχρήματος, ον) αυτός που δεν είναι φιλοχρήματος, ο αφιλοκερδής … Dictionary of Greek
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
ανώτερος — η, ο αυτός που βρίσκεται ψηλότερα από κάποιον άλλο, ο εξαιρετικός: Τον γνωρίζω καλά, είναι άνθρωπος ανώτερος. Φρ. «ανώτερος χρημάτων», αφιλοκερδής, «ανώτερος υποψίας», που δεν μπορούν να υποψιαστούν (συγκριτικός βαθμός από το επίρρ. άνω χωρίς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)